- συναισθησιαλγία
- η, Νιατρ. συναισθησία κατά την οποία η εφαρμογή απτικών ή θερμικών ερεθισμάτων προκαλεί αντίληψη πόνου, ιδίως σε περιοχές που παρουσιάζουν καυσαλγία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. synesthesalgie < συναισθησία* + -αλγία*].
Dictionary of Greek. 2013.